Παρασκευή 9 Απριλίου 2010


 Μονή Ξενοφώντος ή Ξενόφου: (Ελληνική, κοινόβια, γιορτάζει του αγίου Γεωργίου, στις 23 Απριλίου)
      Βρίσκεται ατή ΝΔ. παραλία της χερσονήσου, κοντά στη θάλασσα και ανάμεσα στις Μονές Δοχειαρίου και Αγίου Παντελεήμονος. Ιδρύθηκε πιθανότατα στο τέλος του 10ου αιώνα από τον όσιο Ξενοφώντα, σύγχρονο και γνωστό του αγίου Αθανασίου της Λαύρας, του οποίου μάλιστα τον αδελφό Θεόδωρο θεράπευσε ο άγιος Αθανάσιος στον Μυλοπόταμο. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι παρά τις νεώτερες επεμβάσεις διατηρήθηκαν στη μονή τα παλαιότερα τμήματα της. Από έγγραφα της μονής πληροφορούμαστε ότι στον 11ο αιώνα έγινε μοναχός ο μέγας δρουγγάριος (ναύαρχος) του αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ’ του Βοτανειάτη, Συμεών, ο οποίος φρόντισε για την επανακατασκευή των κτηρίων και του ναού. Σύντομα όμως ξέσπασαν ταραχές εξαιτίας των «αγένειων», με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί από το Όρος ο Συμεών και η συνοδεία του και μόνο με τη μεσολάβηση του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού αποκαταστάθηκε η τάξη και ανέλαβε την ηγουμενία ο Συμεών (1083). Η μονή φαίνεται ότι συνέχισε να βρίσκεται σε ακμή στους επόμενους αιώνες και στο Γ’ Τυπικό του Αγίου Όρους κατέχει την 8η θέση ανάμεσα στις 25 μονές που αναφέρονται. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ευεργετήθηκε από Σέρβους και Βλάχους ηγεμόνες. Το 1784 μετατράπηκε σε κοινόβιο, πρώτη από τις άλλες μονές, οι οποίες συνέχισαν για λίγο την ιδιόρρυθμη ζωή, αλλά σύντομα ακολούθησαν το παράδειγμά της. Στο τέλος του 18ου αιώνα επεκτάθηκε ο περίβολος της μονής και στον νέο περίβολο οικοδομήθηκε ευρύχωρο το νέο καθολικό. Το 1817 κάηκε ένα τμήμα της μονής και την ανακαίνιση του ανέλαβε ο πρώην Σαμακοβίου Φιλόθεος.
     Το νέο καθολικό άρχισε να χτίζεται το 1809
και τελείωσε το 1819, χωρίς να τοιχογραφηθεί, εκτός από ελάχιστα τμήματα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το μαρμάρινο τέμπλο του ναού και η συλλογή φορητών εικόνων που φυλάγονται προσωρινά σ’ αυτόν. Το παλαιό καθολικό, πιθανότατα από τον 10ο -11ο αιώνα, βρίσκεται  μέσα  στον  παλαιό  περίβολο.
     Η αρχική μορφή του ήταν διαφορετική και φαίνεται ότι οι χοροί, καθώς και ένα τμήμα της λιτής, προστέθηκαν αργότερα (16ος αιώνας). Στα νότια του κυρίως ναού βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου. Η θύρα που οδηγεί από το παρεκκλήσι αυτό προς τον ναό ανοίχτηκε πολύ μεταγενέστερα, καταστρέφοντας μάλιστα και τις τοιχογραφίες που σκέπαζαν τους τοίχους του. Το παλαιό καθολικό τοιχογραφήθηκε το 1544 από τον ζωγράφο Αντώνιο, η λιτή το 1564 και ο εξωνάρθηκας το 1637. Από τον εξωνάρθηκα λίγα σκαλοπάτια οδηγούν στην τράπεζα, η οποία είναι ενσωματωμένη στη δυτική πτέρυγα. Είναι κατάγραφη από τοιχογραφίες του 16ου αιώνα, οι οποίες διατηρήθηκαν μαυρισμένες, ίσως από την κακή μεταχείριση του χώρου στα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης. Τελευταία, το έργο της προστασίας και αποκατάστασης του μνημείου ανέλαβε η Αρχαιολογική Υπηρεσία.
      Η βιβλιοθήκη στεγάζεται στη δυτική πτέρυγα και περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό εντύπων και 555 χειρόγραφα. Η φιάλη, νότια του νέου καθολικού, οικοδομήθηκε το 1901 και το κωδωνοστάσιο το 1864.
     Αξίζει να σημειωθεί ότι στη μονή διατηρείται ο αρχαίος υδρόμυλος, ο οποίος λειτουργούσε μέχρι τελευταία. Από τα κειμήλια της μονής ιδιαίτερα γίνεται λόγος για τις δύο μεγάλες ψηφιδωτές εικόνες (Άγιος Γεώργιος- Άγιος Δημήτριος) και ένα μικρό ανάγλυφο  εικονίδιο  της  Μεταμορφώσεως.
      Εξάρτημα της μονής είναι: η ελληνική ιδιόρρυθμη Σκήτη του Ευαγγελισμού, που βρίσκεται μια ώρα περίπου ανατολικά της μονής. Αποτελείται από 22 καλύβες και τον Κυριακό ναό, ο οποίος χτίστηκε το 1760 και τοιχογραφήθηκε το 1780. Η μονή κατοικείται σήμερα από 45 μοναχούς περίπου.


ΙΕΡΕΣ  ΕΙΚΟΝΕΣ – ΚΑΛΥΒΕΣ – Κ.Λ.Π.  
ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΟΝΗΣ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ